- σαρανταποδαρούσα
- ηείδος σκουληκιού με σαράντα πόδια, σκολόπεντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρανταποδαρούσα — > σκολόπενδρα. * * * η, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία τού μυριάποδου σκολόπενδρα 2. η χιλιοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. ούσα (< μτχ. ρημάτων σε ώ), πρβλ. ξανθομαλλ ούσα] … Dictionary of Greek
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek
ιουλώδης — ἰουλώδης, ῶδες [ίουλος] αυτός που μοιάζει με σαρανταποδαρούσα, με σκολόπενδρα … Dictionary of Greek
κωλοσούσα — η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό * + σείω, κατά τα θηλ. σε ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση τού σουσουράδα] … Dictionary of Greek
μαντιλούσα — η 1. γυναίκα που φορά στο κεφάλι μαντίλι 2. επίθετο τής Παναγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ ούσα, σαρανταποδαρούσα)] … Dictionary of Greek
μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… … Dictionary of Greek
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek
σαρανταπόδαρο — το, Ν η σαρανταποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι] … Dictionary of Greek